".....Έτσι κάθε πρωί τους
περιμένω. Πραγματικά, ένα πρωΐ, ίσα που πρόλαβα να τελειώσω το τσιγάρο
και γκράγκα γρούγκα οι σιδεριές.
Ήταν δύο. Με παίρνουνε και με πάνε έξω από μια πόρτα, χτυπάνε ανοίγουνε και με σπρώχνουνε μέσα όπου βρίσκομαι στην εξής σκηνή: Ο διοικητής η μπινεδιάρα που σου 'λεγα, κάθεται στο γραφείο. Απάνω στο γραφείο είναι πεσμένο ένα κτήνος, ίδιο περίπτερο με κόκκινα μαλλιά και φακίδες.
Έλεγε λοιπόν το κτήνος, δώστον σε μένα, ρε Σωτήρη -Σωτήρη λέγαν το διοικητή- να τον πάρω στην ΕΣΑ να το γλεντήσουμε λιγάκι, να τον κάνω να ξεράσει της μάνας του το γάλα, και ο Σωτήρης απαντάει, Όχι, Σταύρο μην επιμένεις, θα τον περάσω πρώτα εγώ από το χειρουργείο, κι αν δε βγάλω τίποτα θα στον δώσω, έχεις το λόγο μου.
Ήταν δύο. Με παίρνουνε και με πάνε έξω από μια πόρτα, χτυπάνε ανοίγουνε και με σπρώχνουνε μέσα όπου βρίσκομαι στην εξής σκηνή: Ο διοικητής η μπινεδιάρα που σου 'λεγα, κάθεται στο γραφείο. Απάνω στο γραφείο είναι πεσμένο ένα κτήνος, ίδιο περίπτερο με κόκκινα μαλλιά και φακίδες.
Έλεγε λοιπόν το κτήνος, δώστον σε μένα, ρε Σωτήρη -Σωτήρη λέγαν το διοικητή- να τον πάρω στην ΕΣΑ να το γλεντήσουμε λιγάκι, να τον κάνω να ξεράσει της μάνας του το γάλα, και ο Σωτήρης απαντάει, Όχι, Σταύρο μην επιμένεις, θα τον περάσω πρώτα εγώ από το χειρουργείο, κι αν δε βγάλω τίποτα θα στον δώσω, έχεις το λόγο μου.